- λόξε(υ)μα
- το , λόξευσις (-εως) η1) направление вкось; 2) скашивание, скос; 3) перен. уклонение, отклонение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λοξέ — λοξός slanting masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)